Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλωσσού, επίθ. θηλ.
-
- (Ως ουσ.) αυθάδης γυναίκα:
- (Στάθ. Γ´ 382).
[<επίθ. γλωσσάς + κατάλ. ‑ού. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Ως ουσ.) αυθάδης γυναίκα:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<επίθ. γλωσσάς + κατάλ. ‑ού. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |