Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσού
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλωσσού, επίθ. θηλ.
  • (Ως ουσ.) αυθάδης γυναίκα:
    • (Στάθ. Γ´ 382).

[<επίθ. γλωσσάς + κατάλ. ού. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες