Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλωσσολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλωσσολόγος ο [γlosolóγos] Ο18 θηλ. γλωσσολόγος [γlosolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με τη γλωσσολογία.

[λόγ. γλωσσο(λογία) -λόγος μτφρδ. γαλλ. linguiste· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go