Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλωσσάτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλωσσάτα, επίρρ.
  • (Προκ. για φίλημα) με λαγνεία (πβ. Ληναίου 1935: 92-3, Κουκ., ΒΒΠ Ϛʹ 519):
    • γλωσσάτα μ’ εφιλούσα (Φαλλίδ. 74).

[<επίθ. γλωσσάτος (πβ. ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες