Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλωσσάριο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλωσσάριο το [γlosário] Ο40 & γλωσσάρι το [γlosári] Ο44 : πίνακας με τις άγνωστες λέξεις ενός συγκεκριμένου κειμένου.

[λόγ. < νλατ. glossa rium `λεξιλόγιο απαρχαιωμένων ή ξένων λέξεων που χρειάζονται ερμήνευμα΄ < αρχ. γλῶσσ(α) -arium = -άριον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go