Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυτωμός ο.
-
- 1)
- α) Σωτηρία, λύτρωση:
- η βασιλειά μου δε μπορεί πλιο να ’ναι γλυτωμός μου (Ροδολ. Δ´ 556)·
- β) (προκ. για χρέος) απαλλαγή:
- (Σταυριν. 79).
- α) Σωτηρία, λύτρωση:
- 2) Ό,τι «γλυτώνει», απομένει από μια καταστροφή:
- (Πεντ. Έξ. X 5).
[<γλυτώνω + κατάλ. ‑μός. Η λ. στο Βλάχ. (γλη‑) και σήμ.]
- 1)



