Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκόσταμα το.
-
- Γλυκιά σταλαγματιά:
- (Αχιλλ. L 552).
[επίθ. γλυκός + ουσ. στάμα]
- Γλυκιά σταλαγματιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκοσταματόβρυσις η.
-
- Βρύση που στάζει γλύκα·
- (εδώ προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
- (Αχιλλ. N 817 (έκδ. ‑στο‑).)>
- (εδώ προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
[<ουσ. γλυκόσταμα + βρύσις]
- Βρύση που στάζει γλύκα·