Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκόπιοτος -η -ο [γlikópxotos] Ε5 : που πίνεται με μεγάλη ευχαρίστηση, συνήθ. εξαιτίας της γλυκιάς γεύσης του: Γλυκόπιοτο κρασί. || Γλυκόπιοτο τσιγάρο.
[γλυκο- 1 + πιοτ(ό) -ος]



