Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκόπικρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκόπικρος, επίθ.
  • (Μεταφ.) που είναι ευχάριστος και δυσάρεστος μαζί:
    • γνωρίσεις έρωτος γλυκόπικρας οδύνας (Καλλίμ. 21).

[<επίθ. γλυκός + πικρός· πβ. αρχ. γλυκύπικρος. Η λ. το 12. αι. (LBG) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκόπικρος -η -ο [γlikópikros] Ε5 : που η γεύση του είναι γλυκιά και πικρή.

[γλυκο- 1 + πικρ(ός) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go