Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκόβρυτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκόβρυτος, επίθ.
  • (Προκ. για νερό) ευφρόσυνος, ευχάριστος:
    • (Λίβ. Esc. 176).

[<επίθ. γλυκός + βρύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες