Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκοχαράζει
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκοχαράζει [γlikoxarázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.) : μόλις αρχίζει να ξημερώνει, να χαράζει μέρα γλυκιά και όμορφη. α. (απρόσ.) Άρχισε να ~. β. (προσ.) Έφυγε πριν γλυκοχαράξει η μέρα.

[γλυκο- 1 + χαράζει]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go