Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκοσταματόβρυσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκοσταματόβρυσις η.
  • Βρύση που στάζει γλύκα·
    • (εδώ προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
      • (Αχιλλ. N 817 (έκδ. στο‑).)>

[<ουσ. γλυκόσταμα + βρύσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες