Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκοσοθεμένος, μτχ. επίθ.
-
- 1) (Προκ. για μάτια) γλυκός, όμορφος:
- (Στάθ. Ιντ. α´ 7).
- 2) (Προκ. για λόγια) γλυκός, τρυφερός:
- (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 101 (έκδ. ‑συ‑).)>
[<επίρρ. γλυκά + μτχ. παρκ. του σοθέτω]
- 1) (Προκ. για μάτια) γλυκός, όμορφος: