Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκοσαλίζω.
-
- Ησυχάζω, ανακουφίζομαι:
- Ανίμενα τη λύτρωση, τ’ άρματα για ν’ αφήσου κι οι χριστιανοί για να χαρού και να γλυκοσαλίσου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45922).
[<επίρρ. γλυκά + σαλίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]
- Ησυχάζω, ανακουφίζομαι: