Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκομίλητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκομίλητος, επίθ.
  • Που μιλάει γλυκά, «γλυκός»:
    • γλώσσα γλυκομίλητη (Ευγέν. 728).

[<γλυκομιλώ (Somav., ΙΛ). Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκομίλητος -η -ο [γlikomílitos] Ε5 : που μιλάει με ηπιότητα και ευγένεια.

[γλυκο- 1 + μιλη- (μιλώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go