Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκοβαστώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκοβαστώ.
  • Υπομένω κ. με καρτερικότητα, αγόγγυστα:
    • όλα τα ενάντια … να τα γλυκοβαστούμε (Φαλιέρ., Ρίμ. 278).

[<επίρρ. γλυκά + βαστώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες