Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκοαναπόταμον το.
-
- Ποτάμι που έρχεται από ψηλά με δροσερό και γάργαρο νερό:
- (Λίβ. (Lamb.) N 30).
[<επίθ. γλυκός + ουσ. αναπόταμον]
- Ποτάμι που έρχεται από ψηλά με δροσερό και γάργαρο νερό: