Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκερός, επίθ.
-
- α) Που ευφραίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση:
- λόγου γλυκερού (Καλλίμ. 2068)·
- να καταχορτάσουσιν τα γλυκερά τους κάλλη (Αχιλλ. N 1393)·
- β) (προκ. για βρύση, πηγή) που έχει νερό καλό, πόσιμο, δροσερό:
- (Παϊσ. Ιστ. Σινά 1511)·
- γ) (προκ. για άνεμο) γλυκός, απαλός:
- (Δούκ. 1974).
[αρχ. επίθ. γλυκερός. Η λ. και σήμ.]
- α) Που ευφραίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκερός -ή -ό [γlikerós] Ε1 : 1. που έχει κάπως γλυκιά γεύση, όχι όμως ιδιαίτερα ευχάριστη. 2. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει μια υπερβολική συναισθηματικότητα.
[αρχ. γλυκερός]



