Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκερίνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλυκερίνη η [γlikeríni] Ο30 : είδος αλκοόλης· παχύρρευστο, άχρωμο και άοσμο υγρό που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό σε χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα: Σαπούνι γλυκερίνης. Λοσιόν για τα χέρια με ~.

[λόγ. < γαλλ. glycérine < αρχ. γλυκερ(ός) -ine = -ίνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες