Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γλυκερίνη η [γlikeríni] Ο30 : είδος αλκοόλης· παχύρρευστο, άχρωμο και άοσμο υγρό που χρησιμοποιείται ως μαλακτικό σε χημικά και φαρμακευτικά προϊόντα: Σαπούνι γλυκερίνης. Λοσιόν για τα χέρια με ~.
[λόγ. < γαλλ. glycérine < αρχ. γλυκερ(ός) -ine = -ίνη]



