Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκερά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκερά, επίρρ.
  • Με γλυκύτητα, με χάρη:
    • συγκυρίζει (ενν. η κόρη) γλυκερά (Απολλών. 187).

[<επίθ. γλυκερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες