Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκασμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκασμός ο.
  • 1)
    • α) Γλυκειά γεύση:
      • να ’χασιν τα χείλη μου καν γλυκασμόν ολίγον (Προδρ. III 197-14 χφ P κριτ. υπ.
    • β) (μεταφ.) γλυκύτητα, γλύκα:
      • (Λόγ. παρηγ. O 203).
  • 2) Ευχαρίστηση, απόλαυση, χαρά:
    • είσαι, δέσποινα, … εις την καρδίαν γλυκασμός (Αλφ. 712).

[μτγν. ουσ. γλυκασμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες