Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γλυκάκι το.
-
- 1) Γλύκισμα:
- Ας φάμε το γλυκάκι (Φαλιέρ., Ιστ. 595).
- 2) (Ως επίθ.) γλυκός, ευχάριστος:
- μετά σεν δουμάκι να ’κατσα, ν’ ακροχάρηκα με τρόπον πλια γλυκάκι (αυτ. 698).
[<ουδ. του επίθ. γλυκός + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- 1) Γλύκισμα: