Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκάζω· μτχ. παρκ. γλυκασμένος.
  • Δίνω γλυκύτητα:
    • της σελήνης έλαμψεν το χρυσαυγές γλυκάζον (Καλλίμ. 2196).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γλυκός, ήπιος:
    • γλυκασμένη την καρδίαν μου την καμένην (Συναξ. γυν. 769).

[μτγν. γλυκάζω. Η μτχ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες