Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλυκάδιν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
γλυκάδιν το.
  • Γλυκάδα, γλυκύτητα:
    • χαριτωμένον γλυκάδιν τό είχεν ο παράδεισος (Αχιλλ. L 504).

[μτγν. ουσ. γλυκάδιν (L‑S Suppl, DGE, λ. ιον), σημερ. ι. Η λ. και σήμ. ποντ. (ΙΛ, λ. ι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες