Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλουτός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλουτός ο [γlutós] Ο17 (συνήθ. πληθ.) : καθένα από τα δύο σαρκώδη μέρη στην πίσω περιοχή της λεκάνης· τα οπίσθια.

[λόγ. < αρχ. γλουτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go