Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλεντοκόπι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλεντοκόπι το [γlendokópi] Ο44 : συνεχές και ασταμάτητο γλέντι, μεγάλο γλέντι που διαρκεί πολύ.

[γλεντοκοπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες