Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλειφιτζούρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλειφιτζούρι το [γlifidzúri] Ο44 : είδος καραμέλας σε διάφορα χρώματα και σχήματα, που τη γλείφουν τα παιδιά κρατώντας την από ένα μικρό, ξύλινο συνήθ., στέλεχος.

[γλειφίτσ(ης) `λαίμαργος΄ (< γλείφ(ω) -ίτσης < -ίτσ(α) -ης) -ούρι (υποκορ. για παιδί) με ηχηροπ. [ts > dz] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go