Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλείψιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλείψιμο το [γlípsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γλείφω. || (μτφ., οικ.) η κολακεία, η δουλική συμπεριφορά με ιδιοτελείς σκοπούς: ~ πήρε αυτή τη θέση. Θα πέσει μεγάλο ~. Έχεις κανένα ~;, έχεις κανένα μέσο;

[μσν. γλείψιμον < γλειψ- (γλείφω) -ιμον]

[Λεξικό Κριαρά]
γλείψιμον το.
  • Γλείψιμο:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [916]).

[<αόρ. του γλείφω + κατάλ. ιμον. Η λ. στο Somav. και σήμ. (ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες