Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλαύκα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλαύκα η [γláfka] Ο25 : (λόγ.) κουκουβάγια. (απαρχ.) ΦΡ κομίζω ~ εις Aθήνας, παρουσιάζω ως καινούριο κτ. πασίγνωστο.

[λόγ. < αρχ. γλαύξ, αιτ. γλαῦκα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go