Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γλίστρα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γλίστρα η [γlístra] Ο25α : 1. το γλίστρημα: Πήρα μια ~! 2. το γλιστερό έδαφος: Πρόσεχε τις γλίστρες.

[μσν. γλίστρα < γλιστρ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
γλίστρα η.
  • Γλίστρημα, παραστράτημα, σφάλμα·
    • (εδώ μεταφ.):
      • Τσι σκοτεινάγρες τση αγνωσιάς και γλίστρες να μακρεύγου (Ροδολ. Τοις αναγν. 20).

[<γλιστρώ. Η λ. στο Βλάχ. (γλύ‑) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go