Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκρουπ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρουπ το [grúp] Ο (άκλ.) : μικρή ομάδα ανθρώπων: Συζητούσαν χωρισμένοι σε ~. || γκρουπ που έχει συγκροτηθεί για ορισμένο σκοπό: Οι τουρίστες έρχονται κατά ~. Tουριστικό ~. H τάξη χωρίστηκε σε δύο ~. Bραδινά / απογευματινά ~ των δέκα ατόμων. Xορευτικό / φολκλορικό ~.

[λόγ. < γαλλ. groupe]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρουπάρω [grupáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) συγκροτώ γκρουπ, ταξινομώ ένα σύνολο σε ομάδες με κάποια ομοιογένεια.

[γκρουπ -άρω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρουπιέρης ο [grupxéris] Ο11 θηλ. γκρουπιέρισσα [grupxérisa] Ο27 : (προφ.) κρουπιέρης.

[< κρουπιέρης με ηχηροπ. [k > g] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-kr > toŋgr > gr] · γκρουπιέρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go