Παράλληλη αναζήτηση
| 8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρο [gró] Ε (άκλ.) : συνήθ. για κορδέλα κάπως σκληρή, με ρίγες στην ύφανση, που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική.
[λόγ. < γαλλ. gros (drap) `χοντρό ύφασμα, χωρίς ιδιαίτερη επεξεργασία΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρο μπετόν το [gró betón] Ο (άκλ.) : σκυρόδεμα κατά κανόνα χωρίς οπλισμό, που διαστρώνεται απευθείας επάνω στο έδαφος και χρησιμοποιείται ως δάπεδο.
[λόγ. < γαλλ. gros beton]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρο πλαν το [gró plán] Ο (άκλ.) : (κινημ.) το πολύ κοντινό πλάνο.
[λόγ. < γαλλ. gros plan]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκροτέσκος -α -ο [grotéskos] Ε4 : αστείος, κωμικός, γελοιογραφικός, εξαιτίας κυρίως μιας παράδοξης, ιδιότροπης ή εξαιρετικά περίεργης εμφάνισης: Γκροτέσκα φιγούρα. Θέαμα γκροτέσκο. Γκροτέσκα ερμηνεία.
[ιταλ. grottesco -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρουμ ο [grúm] Ο (άκλ.) : νεαρός υπάλληλος, κυρίως μεγάλου ξενοδοχείου, που συνήθ. φοράει στολή και κάνει μικροθελήματα.
[λόγ. < γαλλ. groom < αγγλ. groom `άντρας υπηρέτης κάποιου τιτλούχου΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρουπ το [grúp] Ο (άκλ.) : μικρή ομάδα ανθρώπων: Συζητούσαν χωρισμένοι σε ~. || γκρουπ που έχει συγκροτηθεί για ορισμένο σκοπό: Οι τουρίστες έρχονται κατά ~. Tουριστικό ~. H τάξη χωρίστηκε σε δύο ~. Bραδινά / απογευματινά ~ των δέκα ατόμων. Xορευτικό / φολκλορικό ~.
[λόγ. < γαλλ. groupe]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκρουπάρω [grupáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) συγκροτώ γκρουπ, ταξινομώ ένα σύνολο σε ομάδες με κάποια ομοιογένεια.
[γκρουπ -άρω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]



