Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκριζομάλλης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκριζομάλλης -α -ικο [grizomális] Ε9 : που έχει γκρίζα μαλλιά: ~ κύριος. || (ως ουσ.).

[γκρίζ(ος) -ο- + -μάλλης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες