Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρεμοτσακίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρεμοτσακίζω [gremotsakízo] -ομαι Ρ2.1 (συνήθ. παθ.) : ρίχνω κπ. από ένα ψηλό και απότομο μέρος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί σοβαρά: Γλίστρησα στην πλαγιά και γκρεμοτσακίστηκα. Γκρεμοτσακίστηκε από τη σκάλα. Πρόσεξε πώς οδηγείς, θα μας γκρεμοτσακίσεις! || (για κπ. ανεπιθύμητο) Επιτέλους, γκρεμοτσακίστηκε!, έφυγε. Γκρεμοτσακίσου!, φύγε γρήγορα, χάσου από τα μάτια μου, ξεκουμπίσου ή αντίθετα, έλα γρήγορα εδώ.

[γκρεμ(ίζω) -ο- + τσακίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες