Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρεμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκρεμίζω [gremízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. για οικοδομήματα ή άλλες δομικές κατασκευές, ρίχνω καταγής, μετατρέπω σε ερείπια, συνήθ. με βίαιο και ανοργάνωτο τρόπο: Οι στρατιώτες γκρέμισαν ένα μέρος του τείχους. Mε το σεισμό γκρεμίστηκαν πολλά σπίτια, καταστράφηκαν. Γκρέμισαν τα αγάλματα του μισητού δικτάτορα. ΦΡ κάποιος φούρνος* θα γκρεμίστηκε. || κατεδαφίζω συστηματικά: Aποφάσισαν να γκρεμίσουν το παλιό τους σπίτι για να χτίσουν πολυκατοικία. Γκρέμισα τον τοίχο που χωρίζει το σαλόνι από την τραπεζαρία. β. (μτφ.) καταργώ, καταλύω, ανατρέπω με τρόπο βίαιο: ~ προλήψεις / είδωλα / θεσμούς. (έκφρ.) ~ κπ. από το θρόνο του, απομακρύνω κπ. από την εξουσία, του αφαιρώ την εξουσία. || Ένιωσε να γκρεμίζεται το σύμπαν γύρω του, να καταρρέουν αυτά στα οποία πίστευε και στηριζόταν. 2. ρίχνω κπ. ή κτ. από μεγάλο ύψος: Mε μια σπρωξιά τον γκρέμισε από τις σκάλες κάτω. Γκρεμίστηκε από το μπαλκόνι. (έκφρ.) γκρεμίσου από δω!, φύγε, τσακίσου, ξεκουμπίσου.

[μσν. γκρεμνίζω με απλοπ. του συμφ. συμπλ. [mn > m] < ελνστ. κρημνίζω ( [k > g] αναλ. προς τη λ. γκρεμός, [i > e] ίσως παρετυμ. κρεμώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες