Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκράφιτι το [gráfiti] Ο (άκλ.) : ζωγραφική στους τοίχους: Tο ~ ως μαζικό κίνημα τέχνης αναπτύχθηκε το 1968 με 1969.
[λόγ. < αγγλ. graffito, πληθ. graffiti από τα ιταλ.]



