Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκομενιάρης -α -ικο [gomenáris] Ε9 : (λαϊκ.) που έχει ή επιδιώκει να έχει ερωτικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου: Είναι λίγο ~. || (ως ουσ.).
[γκόμεν(α) -ιάρης]



