Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκομενιάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκομενιάρης -α -ικο [gomenáris] Ε9 : (λαϊκ.) που έχει ή επιδιώκει να έχει ερωτικές σχέσεις με άτομα του άλλου φύλου: Είναι λίγο ~. || (ως ουσ.).

[γκόμεν(α) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες