Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκολφ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκολφ το [gólf] Ο (άκλ.) : 1. (αθλ.) παιχνίδι ανοιχτού χώρου στο οποίο οι παίχτες με ειδικά μπαστούνια προσπαθούν, με όσο το δυνατόν λιγότερα χτυπήματα, να ρίξουν την μπάλα μέσα σε διαδοχικές τρύπες ενός κατάλληλα διαμορφωμένου γηπέδου. || Mίνι ~, παιχνίδι που μιμείται το γκολφ και παίζεται σε μικρές πίστες. 2. Παντελόνι ~, ειδικό τρουακάρ παντελόνι που σουρώνει κάτω από το γόνατο.

[λόγ. < αγγλ. golf]

[Λεξικό Κριαρά]
γκόλφι(ν) το,
βλ. εγκόλπιον.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go