Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκιλοτίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκιλοτίνα η [gilotína] Ο25 : η λαιμητόμος.

[παλ. ιταλ. ghilottina < γαλλ. guillotine < ανθρωπων. Guillotin (όν. γιατρού που την επινόησε για ανθρωπιστικούς λόγους)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go