Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκιαούρης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκιαούρης ο [gaúris] Ο11 θηλ. γκιαούρισσα [gaúrisa] Ο27 : (υβρ.) ο μη μουσουλμάνος, ο άπιστος, ως χαρακτηρισμός των χριστιανών από τους Tούρκους.

[τουρκ. gâvur (χαλαρή άρθρ. του [v] στα τουρκ.) -ης μειωτ. για τους μη μουσουλμάνους < περσ. gäbr `πυρολάτρης΄· γκιαούρ(ης) -ισσα]

[Λεξικό Κριαρά]
γκιαούρης ο· γιαούρης· καβούρ· καούρ.
  • (Υβριστ. για χριστιανούς) μη μουσουλμάνος, άπιστος:
    • (Μαρκάδ. 508).

[<τουρκ. gâvur. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες