Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαραντί
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαραντί [garantí] Ε (άκλ.) : εγγυημένος. || (ως ουσ.) το γκαραντί, η εγγύηση.

[λόγ. < γαλλ. garanti]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες