Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκαράζ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαράζ το [garáz] Ο (άκλ.) : 1. κλειστός και στεγασμένος χώρος για τη στάθμευση των αυτοκινήτων: Έξοδος ~. Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων ~. Yπαίθριο ~. 2. συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων: Πήγα το αυτοκίνητο στο ~ για σέρβις.

[λόγ. < γαλλ. garage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαραζιέρης ο [garazjéris] Ο11 : ιδιοκτήτης γκαράζ ή τεχνίτης που εργάζεται σε γκαράζ.

[γκαράζ -ιέρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες