Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαλερί η [galerí] Ο (άκλ.) : ειδική αίθουσα, όπου διοργανώνονται εκθέσεις και όπου πωλούνται έργα τέχνης.
[λόγ. < γαλλ. gallérie]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαλερίστας ο [galerístas] Ο3 : ο ιδιοκτήτης γκαλερί.
[ιταλ. gallerista -ς]



