Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- γκαζοντενεκές ο [gazodenekés] & γκαζοτενεκές ο [gazotenekés] Ο13 : είδος ορθογώνιου δοχείου από λαμαρίνα με ορισμένη χωρητικότητα· τενεκές: Ένας ~ χωράει περίπου δεκαεφτά κιλά λάδι.
[γκάζ(ι) -ο- + ντενεκές, τενεκές]



