Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκέι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκέι ο [géi] Ο (άκλ.) : ο ομοφυλόφιλος. || (ως επίθ.): ~ μπαρ / πάρτι, για ομοφυλόφιλους.

[αγγλ. gay]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκέισα η [géisa] Ο27 : Γιαπωνέζα τραγουδίστρια και χορεύτρια, με μουσική μόρφωση και πνευματική καλλιέργεια.

[λόγ. < αγγλ. geisha (από τα ιαπων.: `άτομο που δίνει παράσταση΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go