Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκάφα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκάφα η [gáfa] Ο25α : άστοχη, αδέξια, άκαιρη πράξη ή ενέργεια που γίνεται από άγνοια ή από επιπολαιότητα και έχει συνήθ. δυσάρεστες συνέπειες.

[γαλλ. gaff(e) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαφαδόρος ο [gafaδóros] Ο18 : αυτός που κάνει συχνά γκάφες· γκαφατζής.

[γκάφ(α) -αδόρος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαφατζής ο [gafadzís] Ο8 θηλ. γκαφατζού [gafadzú] Ο37 : αυτός που κάνει συχνά γκάφες· γκαφαδόρος.

[γκάφ(α) -ατζής· γκαφατζ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες