Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκάρα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
γκάρα η· γκάρρα.
– Βλ. και αγκάρα, γέρρα.
  • Διένεξη, πόλεμος:
    • πάλε αρχέψαν εις μεγάλην γκάρραν (Μαχ. 6207).

[<ιταλ. gara· κατά Kahane, GR II 100 <γαλλ. guerre και κατά Χατζ., Λεξ. (λ. αγκαρρώνομαι) <προβ. guerra]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαράζ το [garáz] Ο (άκλ.) : 1. κλειστός και στεγασμένος χώρος για τη στάθμευση των αυτοκινήτων: Έξοδος ~. Στις καινούριες πολυκατοικίες είναι υποχρεωτική η κατασκευή υπόγειων ~. Yπαίθριο ~. 2. συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων: Πήγα το αυτοκίνητο στο ~ για σέρβις.

[λόγ. < γαλλ. garage]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαραζιέρης ο [garazjéris] Ο11 : ιδιοκτήτης γκαράζ ή τεχνίτης που εργάζεται σε γκαράζ.

[γκαράζ -ιέρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκαραντί [garantí] Ε (άκλ.) : εγγυημένος. || (ως ουσ.) το γκαραντί, η εγγύηση.

[λόγ. < γαλλ. garanti]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες