Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: γκάλοπ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γκάλοπ το [gálop] Ο (άκλ.) : δημοσκόπηση.

[λόγ. < αγγλ. gallup (poll) < ανθρωπων. G. H. Gallup (Aμερικανός στατιστικολόγος)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go