Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιουχάισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιουχάισμα το [juxáizma] Ο49 : έντονη αποδοκιμασία με κραυγές, που γίνεται σε δημόσιο χώρο και συνήθ. ομαδικά: Mόλις παρουσιάστηκε άρχισαν τα γιουχαΐσματα.

[λόγ. γιουχαϊσ- (γιουχαΐζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες