Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιορτάσι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιορτάσι το [jortási] Ο44 : (λογοτ., λαϊκότρ.) η γιορτή, ο γιορτασμός: Ολονυχτίς είχανε ~ και ξεφάντωμα. Tα πουλιά είχαν στήσει ανοιξιάτικο ~. Είναι η ζωή χαρούμενο ~.

[μσν. *γιορτάσιν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. μέλλ. γιορτάσειν του ρ. γιορτάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες