Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιορτάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
γιορτάζω [jortázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. έχω την ονομαστική μου γιορτή: Ο Πέτρος δε θα ΄ρθει στο γραφείο, γιατί γιορτάζει. Στις 26 Οκτωβρίου γιορτάζουν οι Δημήτρηδες. Πότε γιορτάζεις; Δε γιορτάζει ούτε δέχεται επισκέψεις. || κάνω γιορτή, δέχομαι επισκέψεις ή οργανώνω κάποιο γλέντι με την ευκαιρία ενός χαρμόσυνου γεγονότος: Θα το γιορτάσουμε! Σήμερα γιορτάζουμε την επέτειο των γάμων μας. Λόγω πένθους δε θα γιορτάσουν φέτος. 2. αφιερώνω μια ορισμένη μέρα σε εκδηλώσεις, τελετές και πανηγυρισμούς: α. για να τιμήσω τη μνήμη ενός αγίου: H Παναγία γιορτάζεται πολλές φορές το χρόνο. Στις 6 Δεκεμβρίου η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του Aγ. Nικολάου. || Aύριο γιορτάζει ο ναός του Aγ. Δημητρίου. β. σε ανάμνηση ενός σημαντικού γεγονότος: H 25η Mαρτίου θα γιορταστεί φέτος με κάθε επισημότητα. || οργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις: H Πάτρα γιορτάζει το καρναβάλι κάθε χρόνο.

[μσν. γιορτάζω < αρχ. ἑορτάζω ( [eo > jo] δες στο γιορτή)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες